lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θηλάζω στα γαλλικά

Λέξη:
θηλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (8):
alimenter, allaiter, appâter, embecquer, engaver, nourrir, repaître, sustenter
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά θηλάζω, θηλάζω στα γαλλικά, alimenter στα ελληνικά
θηλάζω στα γαλλικά