lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θηλάζω στα ουκρανικά

Λέξη:
θηλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
борошно, годувальниця, годувати, годуватися, живлення, живіть, зачепіть, кормити, медсестра, нагодувати, нянька, няньчити, пастися, страва, харчувати, харчуйтеся, їжа
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά θηλάζω, θηλάζω στα ουκρανικά, борошно στα ελληνικά
θηλάζω στα ουκρανικά