lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θηλάζω στα ιταλικά

Λέξη:
θηλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (5):
alimentare, allattare, imboccare, nutrire, pascere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά θηλάζω, θηλάζω στα ιταλικά, alimentare στα ελληνικά
θηλάζω στα ιταλικά