lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θηλάζω στα ρωσικά

Λέξη:
θηλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
вскармливать, кормить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά θηλάζω, θηλάζω στα ρωσικά, вскармливать στα ελληνικά
θηλάζω στα ρωσικά