lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θηλάζω στα γερμανικά

Λέξη:
θηλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
füttern, gefüttert, nähren, säugen, speisen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά θηλάζω, θηλάζω στα γερμανικά, füttern στα ελληνικά
θηλάζω στα γερμανικά