lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θηλάζω στα τσεχική

Λέξη:
θηλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
kojit, krmit, napájet, stravovat, vychovat, vykrmit, vyživovat, zásobovat, živit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική θηλάζω, θηλάζω στα τσεχική, kojit στα ελληνικά
θηλάζω στα τσεχική