lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λιώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
λιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
расфарміроўваць, адтопліваць, ацяпляць, паліць, тапіць, топить
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας λιώνω, λιώνω και το ξερεις, λιώνω και δεν παλιωνω, λιώνω για σένα στίχοι, λιώνω για σένα, λιώνω ή λειώνω, λιώνω στα λευκορωσίας, расфарміроўваць στα ελληνικά
λιώνω στα λευκορωσίας