lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λιώνω στα πολωνική

Λέξη:
λιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (10):
odmarzać, rozpuścić, rozpuszczać, roztapiać, roztopić, stopić, tajać, topić, topnieć, wytop
Σχετικές λέξεις:
πολωνική λιώνω, λιώνω και το ξερεις, λιώνω και δεν παλιωνω, λιώνω για σένα στίχοι, λιώνω για σένα, λιώνω ή λειώνω, λιώνω στα πολωνική, odmarzać στα ελληνικά
λιώνω στα πολωνική