lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λιώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
λιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
багаття, потонути, потопати, потопити, розпускати, стріляти, танути, тонути, тоніть, топити, утопити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λιώνω, λιώνω και το ξερεις, λιώνω και δεν παλιωνω, λιώνω για σένα στίχοι, λιώνω για σένα, λιώνω ή λειώνω, λιώνω στα ουκρανικά, багаття στα ελληνικά
λιώνω στα ουκρανικά