lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πτερύγιο στα λευκορωσίας

Λέξη:
πτερύγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
плаўнік, лапата, лапатка, плячо, рыдлёўка, шуфлік
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας πτερύγιο, ρινικό πτερύγιο, πτερύγιο ωτός, πτερύγιο στο μάτι, πτερύγιο οφθαλμού, πτερύγιο ματιού, πτερύγιο στα λευκορωσίας, плаўнік στα ελληνικά
πτερύγιο στα λευκορωσίας