lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πτερύγιο στα ουκρανικά

Λέξη:
πτερύγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
плавець, плавник, весло, лопатка, плече, флюгер
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πτερύγιο, ρινικό πτερύγιο, πτερύγιο ωτός, πτερύγιο στο μάτι, πτερύγιο οφθαλμού, πτερύγιο ματιού, πτερύγιο στα ουκρανικά, плавець στα ελληνικά
πτερύγιο στα ουκρανικά