lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πτερύγιο στα πορτογαλικά

Λέξη:
πτερύγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
aleta, barbatana, espátula, ombro, pá, pala, paleta
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πτερύγιο, ρινικό πτερύγιο, πτερύγιο ωτός, πτερύγιο στο μάτι, πτερύγιο οφθαλμού, πτερύγιο ματιού, πτερύγιο στα πορτογαλικά, aleta στα ελληνικά
πτερύγιο στα πορτογαλικά