lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πτερύγιο στα ουγγρική

Λέξη:
πτερύγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
úszó, lapocka, váll
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική πτερύγιο, ρινικό πτερύγιο, πτερύγιο ωτός, πτερύγιο στο μάτι, πτερύγιο οφθαλμού, πτερύγιο ματιού, πτερύγιο στα ουγγρική, úszó στα ελληνικά
πτερύγιο στα ουγγρική