lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτυπώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
χτυπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (10):
калечыць, параніць, прям., раніць, выцяць, стукнуць, валіць, звальваць, калаціць, трэсці
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας χτυπώ, χτυπώ την πόρτα του θεού, χτυπώ συνώνυμα, χτυπώ στα αγγλικα, χτυπώ ονειροκριτης, χτυπώ νεκροί κι ανοίξτε μου, χτυπώ στα λευκορωσίας, калечыць στα ελληνικά
χτυπώ στα λευκορωσίας