lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτυπώ στα πολωνική

Λέξη:
χτυπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (8):
kaleczyć, ranić, razić, trafić, trzaskać, uderzać, uderzyć, walić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική χτυπώ, χτυπώ την πόρτα του θεού, χτυπώ συνώνυμα, χτυπώ στα αγγλικα, χτυπώ ονειροκριτης, χτυπώ νεκροί κι ανοίξτε μου, χτυπώ στα πολωνική, kaleczyć στα ελληνικά
χτυπώ στα πολωνική