lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτυπώ στα ιταλικά

Λέξη:
χτυπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (19):
abbagliare, acchiappare, bastonare, battere, bussare, colpire, cozzare, ferire, fulminare, investire, ledere, percuotere, pestare, picchiare, sbattere, schiantarsi, sconfiggere, sfasciare, urtare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά χτυπώ, χτυπώ την πόρτα του θεού, χτυπώ συνώνυμα, χτυπώ στα αγγλικα, χτυπώ ονειροκριτης, χτυπώ νεκροί κι ανοίξτε μου, χτυπώ στα ιταλικά, abbagliare στα ελληνικά
χτυπώ στα ιταλικά