lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτυπώ στα ρωσικά

Λέξη:
χτυπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (24):
валить, вдарить, грохать, изувечивать, калечить, коверкать, колотить, обижать, попасть, поражать, потрескивать, приударить, приударять, разить, ранить, стукать, трещать, ударить, ударять, ушибать, ушибить, уязвлять, щелкать, щёлкать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά χτυπώ, χτυπώ την πόρτα του θεού, χτυπώ συνώνυμα, χτυπώ στα αγγλικα, χτυπώ ονειροκριτης, χτυπώ νεκροί κι ανοίξτε μου, χτυπώ στα ρωσικά, валить στα ελληνικά
χτυπώ στα ρωσικά