lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτυπώ στα δανική

Λέξη:
χτυπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
banke, chokere, dundre, dunke, fornærme, kalla, klikke, krænke, ramme, slå, såre
Σχετικές λέξεις:
δανική χτυπώ, χτυπώ την πόρτα του θεού, χτυπώ συνώνυμα, χτυπώ στα αγγλικα, χτυπώ ονειροκριτης, χτυπώ νεκροί κι ανοίξτε μου, χτυπώ στα δανική, banke στα ελληνικά
χτυπώ στα δανική