lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτυπώ στα φινλανδικά

Λέξη:
χτυπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (12):
haavoittaa, hakata, iskeä, jyskyttää, kolhia, loukata, pahoittaa, paiskata, runnella, sattua, silpoa, sivaltaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά χτυπώ, χτυπώ την πόρτα του θεού, χτυπώ συνώνυμα, χτυπώ στα αγγλικα, χτυπώ ονειροκριτης, χτυπώ νεκροί κι ανοίξτε μου, χτυπώ στα φινλανδικά, haavoittaa στα ελληνικά
χτυπώ στα φινλανδικά