lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτυπώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
χτυπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (24):
acertar, bater, chapear, chocar, crepitar, estropear, ferir, golpear, lacerar, lastimar, latir, lesionar, limiar, malhar, maçar, mutilar, ofender, pegar, percutir, surgir, topar, ultrajar, vencer, vulnerar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά χτυπώ, χτυπώ την πόρτα του θεού, χτυπώ συνώνυμα, χτυπώ στα αγγλικα, χτυπώ ονειροκριτης, χτυπώ νεκροί κι ανοίξτε μου, χτυπώ στα πορτογαλικά, acertar στα ελληνικά
χτυπώ στα πορτογαλικά