lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άκαρπος στα νορβηγικά

Λέξη:
άκαρπος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (9):
fåfengt, fruktløs, nytteløs, ineffektiv, resultatløs, gold, karrig, steril, ufruktbar
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά άκαρπος, άκαρπος στα νορβηγικά, fåfengt στα ελληνικά
άκαρπος στα νορβηγικά