lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άκαρπος στα πορτογαλικά

Λέξη:
άκαρπος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
estéril, frívolo, fútil, inútil, vaidoso, vão, ocioso, supérfluo, árido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άκαρπος, άκαρπος στα πορτογαλικά, estéril στα ελληνικά
άκαρπος στα πορτογαλικά