lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άκαρπος στα σουηδικά

Λέξη:
άκαρπος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
fruktlös, ofruktbar, onyttig, ineffektiv, resultatlös, andefattig, steril
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά άκαρπος, άκαρπος στα σουηδικά, fruktlös στα ελληνικά
άκαρπος στα σουηδικά