lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άκαρπος στα λευκορωσίας

Λέξη:
άκαρπος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
бясплённы, бясплодны, дарэмны, марны, неўрадлівы, бескарысны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας άκαρπος, άκαρπος στα λευκορωσίας, бясплённы στα ελληνικά
άκαρπος στα λευκορωσίας