lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακυρώνω στα νορβηγικά

Λέξη:
ακυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (20):
annullere, annullert, avlyse, avskaffa, avskaffe, bæra, bære, fjerne, fordra, gjennomgå, heve, lide, omstøte, orke, slette, tåle, underkjenne, utholde, utrydde, utstå
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ακυρώνω, ακυρώνω συνώνυμα, ακυρώνω στα γαλλικά, ακυρώνω μετάφραση αγγλικά, ακυρώνω αγγλικα, ακυρώνω english, ακυρώνω στα νορβηγικά, annullere στα ελληνικά
ακυρώνω στα νορβηγικά