lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακυρώνω στα σουηδικά

Λέξη:
ακυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
annullera, avbeställa, inställa, kassera, avskaffa, upphäva, bära, fordra, tåla, utstå
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ακυρώνω, ακυρώνω συνώνυμα, ακυρώνω στα γαλλικά, ακυρώνω μετάφραση αγγλικά, ακυρώνω αγγλικα, ακυρώνω english, ακυρώνω στα σουηδικά, annullera στα ελληνικά
ακυρώνω στα σουηδικά