lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακυρώνω στα πολωνική

Λέξη:
ακυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
anulować, kasować, skasować, unieważniać, unieważnić, znosić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ακυρώνω, ακυρώνω συνώνυμα, ακυρώνω στα γαλλικά, ακυρώνω μετάφραση αγγλικά, ακυρώνω αγγλικα, ακυρώνω english, ακυρώνω στα πολωνική, anulować στα ελληνικά
ακυρώνω στα πολωνική