lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακυρώνω στα ιταλικά

Λέξη:
ακυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (18):
abolire, abrogare, annullare, cancellare, disdire, durare, eliminare, levare, neutralizzare, obliterare, patire, reggere, ricevere, soffrire, sopportare, sopprimere, subire, tollerare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ακυρώνω, ακυρώνω συνώνυμα, ακυρώνω στα γαλλικά, ακυρώνω μετάφραση αγγλικά, ακυρώνω αγγλικα, ακυρώνω english, ακυρώνω στα ιταλικά, abolire στα ελληνικά
ακυρώνω στα ιταλικά