lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδρύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ιδρύω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
cerar, estabelecer, fundar, instalar, justificar, motivar, apostar, instaurar, instituir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ιδρύω, ιδρύω συνώνυμα, ιδρύω συνωνυμα, ιδρύω παρακείμενος, ιδρύω αρχαια παρακειμενος, ιδρύω αρχαια κλιση, ιδρύω στα πορτογαλικά, cerar στα ελληνικά
ιδρύω στα πορτογαλικά