lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδρύω στα ουκρανικά

Λέξη:
ιδρύω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
влаштовувати, влаштувати, встановити, встановлювати, встановіть, засновувати, заснувати, знайдений, знайтися, складати, складіть, скласти, установити, установлювати, утворити, утворювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ιδρύω, ιδρύω συνώνυμα, ιδρύω συνωνυμα, ιδρύω παρακείμενος, ιδρύω αρχαια παρακειμενος, ιδρύω αρχαια κλιση, ιδρύω στα ουκρανικά, влаштовувати στα ελληνικά
ιδρύω στα ουκρανικά