lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδρύω στα ιταλικά

Λέξη:
ιδρύω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
calzare, costituire, fondare, giocare, giustificare, impiantare, indossare, insediare, installare, instaurare, mettere, presupporre, scommettere, supporre
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ιδρύω, ιδρύω συνώνυμα, ιδρύω συνωνυμα, ιδρύω παρακείμενος, ιδρύω αρχαια παρακειμενος, ιδρύω αρχαια κλιση, ιδρύω στα ιταλικά, calzare στα ελληνικά
ιδρύω στα ιταλικά