lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγχειρίζω στα ουγγρική

Λέξη:
εγχειρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
működni, tevékenykedik, üzemel
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική εγχειρίζω, εγχειρίζω στα ουγγρική, működni στα ελληνικά
εγχειρίζω στα ουγγρική