lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγχειρίζω στα γερμανικά

Λέξη:
εγχειρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
arbeiten, betätigen, funktionieren, handeln, operieren, schaffen, tun, wirken
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εγχειρίζω, εγχειρίζω στα γερμανικά, arbeiten στα ελληνικά
εγχειρίζω στα γερμανικά