lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγχειρίζω στα ρωσικά

Λέξη:
εγχειρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
действовать, оперировать, задействовать, подействовать, сработать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εγχειρίζω, εγχειρίζω στα ρωσικά, действовать στα ελληνικά
εγχειρίζω στα ρωσικά