lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγχειρίζω στα σουηδικά

Λέξη:
εγχειρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (12):
akt, drive, fungera, funktion, gå, göra, handla, operera, syssla, uppgift, verka, virke
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά εγχειρίζω, εγχειρίζω στα σουηδικά, akt στα ελληνικά
εγχειρίζω στα σουηδικά