lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγχειρίζω στα λιθουανική

Λέξη:
εγχειρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (2):
dirbti, veikti
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική εγχειρίζω, εγχειρίζω στα λιθουανική, dirbti στα ελληνικά
εγχειρίζω στα λιθουανική