lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγχειρίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
εγχειρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (13):
agere, akt, arbeide, betjene, drive, fungere, fungert, gå, handla, handle, operere, verka, virke
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εγχειρίζω, εγχειρίζω στα νορβηγικά, agere στα ελληνικά
εγχειρίζω στα νορβηγικά