lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγχειρίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
εγχειρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
actuar, agir, fazer, formar, funcionar, obrar, operar, proceder, trabalhar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εγχειρίζω, εγχειρίζω στα πορτογαλικά, actuar στα ελληνικά
εγχειρίζω στα πορτογαλικά