lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγχειρίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
εγχειρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (3):
käydä, toimia, vaikuttaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εγχειρίζω, εγχειρίζω στα φινλανδικά, käydä στα ελληνικά
εγχειρίζω στα φινλανδικά