lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξουσία στα δανική

Λέξη:
εξουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (20):
autoritet, bemyndigelse, effekt, fastet, herredømme, hold, kontrol, kraft, magt, mandat, mat, myndighed, potens, regering, respekt, styre, styrke, vende, åndsevne, øvrighed
Σχετικές λέξεις:
δανική εξουσία, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμο, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εξουσία στα δανική, autoritet στα ελληνικά
εξουσία στα δανική