lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κηροπήγιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
candlestick, chandelier
κηροπήγιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
lustr, svícen
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
armlehne, kerzenständer, kronleuchter, leuchter, lüster
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lysekrone
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
candelabro, candelero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bougeoir, candélabre, chandelier, flambeau, girandole, herse, lampadaire, lustre, torchère
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
candeliere, doppiere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lysekrone, stake
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
люстра, подсвечник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ljusstake, stake
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
падсвечнік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kroonlühter
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyertyatartó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
sietynas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
candelabro
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
svietnik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дотримуватися, канделябр, паличка, палка, приклеювати, приклеюватися, приклеїти, приклеїтися, свічник, ціпок
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
lichtarz, świecznik

Σχετικές λέξεις

κηροπήγιο με χρωματιστό αλάτι, κηροπήγιο στα αγγλικα, ασημένιο κηροπήγιο, εβραϊκό κηροπήγιο