lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρώω στα ουκρανικά

Λέξη:
τρώω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
борошно, вибирати, вибрати, вибір, визбирувати, гусінь, збирати, зібрати, зірвати, мати, набирати, набрати, поїсти, підбирати, підібрати, скупчувати, страва, є, єсть, їжа, їсти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τρώω, τρώω τα νύχια μου, τρώω συνώνυμα, τρώω συνέχεια, τρώω ονειροκρίτης, τρώω ξύλο, τρώω στα ουκρανικά, борошно στα ελληνικά
τρώω στα ουκρανικά