lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποκτώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
αποκτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
adquirir, alcançar, arrancar, arranjar, auferir, conseguir, ganhar, lograr, lucrar, obtentor, obter, recuadas, sacar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αποκτώ, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ προστακτική, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ κλίση, αποκτώ στα πορτογαλικά, adquirir στα ελληνικά
αποκτώ στα πορτογαλικά