lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποκτώ στα πολωνική

Λέξη:
αποκτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
uzyskać, uzyskiwać, zyskać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αποκτώ, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ προστακτική, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ κλίση, αποκτώ στα πολωνική, uzyskać στα ελληνικά
αποκτώ στα πολωνική