lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποκτώ στα γερμανικά

Λέξη:
αποκτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
abgewinnen, erringen, gewinnen, ausbitten, erlangen, erwerben, verdienen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αποκτώ, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ προστακτική, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ κλίση, αποκτώ στα γερμανικά, abgewinnen στα ελληνικά
αποκτώ στα γερμανικά