lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποκτώ στα τσεχική

Λέξη:
αποκτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (11):
dosahovat, dostat, dostávat, dosáhnout, nabýt, obdržet, vydobýt, vydělávat, vyhrát, získat, získávat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αποκτώ, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ προστακτική, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ κλίση, αποκτώ στα τσεχική, dosahovat στα ελληνικά
αποκτώ στα τσεχική