lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποκτώ στα νορβηγικά

Λέξη:
αποκτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (7):
anskaffe, få, oppnå, utvirke, hinna, spara, vinne
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αποκτώ, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ προστακτική, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ κλίση, αποκτώ στα νορβηγικά, anskaffe στα ελληνικά
αποκτώ στα νορβηγικά