lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποκτώ στα ιταλικά

Λέξη:
αποκτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
conseguire, ottenere, acquisire, acquistare, ricavare, guadagnare, vincere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αποκτώ, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ προστακτική, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ κλίση, αποκτώ στα ιταλικά, conseguire στα ελληνικά
αποκτώ στα ιταλικά