lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξοπλισμός στα πορτογαλικά

Λέξη:
εξοπλισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (25):
aparato, aparelho, artefacto, artificio, brigada, conjunto, costume, destacamento, dispositivo, equipe, equipo, fano, fato, grupo, instrumento, jogo, lote, máquina, pertinhos, série, traje, turma, veste, vestido, vestuário
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εξοπλισμός, εξοπλισμός σκι, εξοπλισμός ποδηλάτου, εξοπλισμός ξενοδοχείων & είδη μαζικής εστίασης, εξοπλισμός ξενοδοχείων, εξοπλισμός κουζίνας, εξοπλισμός στα πορτογαλικά, aparato στα ελληνικά
εξοπλισμός στα πορτογαλικά