lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξοπλισμός στα δανική

Λέξη:
εξοπλισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (21):
apparat, armatur, armering, beklædning, ekvipering, hold, indretning, instrument, kjole, mandskab, middel, mængde, patrulje, redskab, rustning, sats, team, tilbehør, tøj, udrustning, udstyr
Σχετικές λέξεις:
δανική εξοπλισμός, εξοπλισμός σκι, εξοπλισμός ποδηλάτου, εξοπλισμός ξενοδοχείων & είδη μαζικής εστίασης, εξοπλισμός ξενοδοχείων, εξοπλισμός κουζίνας, εξοπλισμός στα δανική, apparat στα ελληνικά
εξοπλισμός στα δανική